Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ από το Καστανοχώρι Μεγαλόπολης (Κραμποβό)




Ο Κυριάκος Σιμόπουλος, δημοσιογράφος, ιστορικός και συγγραφέας γεννήθηκε στο Καστανοχώρι Μεγαλόπολης (Κραμποβό) στις 31 Δεκεμβρίου του 1921. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών. Ήταν γλωσσομαθής, αφού μιλούσε οκτώ γλώσσες. Η γερμανική κατοχή, τον βρήκε στην Αθήνα όπου συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και έγραφε με το ψευδώνυμο "Αχιλλέας" στον παράνομο Τύπο της Εθνικής Αντίστασης από το όρος Ελικώνα. Το 1947, στρατιώτης, εξορίστηκε στη Μακρόνησο όπου έμεινε μέχρι το 1950 με τραυματισμένη υγεία που τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή. 
Μετά την απελευθέρωση Στη συνέχεια αφιερώθηκε στη δημοσιογραφία την οποία υπηρέτησε με συνέπεια για 35 χρόνια από τις στήλες πολλών εφημερίδων : "Δημοκρατική Αλλαγή", "Βήμα" (επί εννέα χρόνια σαν διευθυντής σύνταξης), "Ανεξάρτητος Τύπος", "Σημερινά" και τέλος "Βραδυνή" απ' όπου συνταξιοδοτήθηκε το 1985. 
Στα άρθρα του υπέγραφε με το μυθικό ψευδώνυμο "Ανταίος".
 Πέραν της δημοσιογραφίας, ο Κυριάκος Σιμόπουλος υπήρξε εξαίρετος ιστορικός και συγγραφέας. Ασχολήθηκε συστηματικά με την ιστορική έρευνα με αξιόλογο και πλούσιο συγγραφικό έργο. 
Εξέδωσε πάνω από είκοσι βιβλία ιστορικού περιεχομένου που έτυχαν ευμενούς αποδοχής από το ελληνικό κοινό, γνωρίζοντας μεγάλη κυκλοφορία και πολλές επανεκδόσεις. 
Ιδιαίτερα σεμνός και έντιμος, αλλά και έντονα κριτικός, κατηγορηματικός και ασυμβίβαστος στις ιστορικές και κοινωνικές του απόψεις, ο Κυριάκος Σιμόπουλος, έζησε και έδρασε αθόρυβα, στο περιθώριο της δημοσιότητας, μακριά από τους κύκλους που θα του εξασφάλιζαν πλατιά και επίσημη προβολή. 
Έφυγε από τη ζωή  ήσυχα στις 14 Οκτωβρίου του 2001 στην Αθήνα.

~~~~~~~~~~




Μεγαλύτερη εικόνα


Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα
Αριθμός τόμων 3

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ
Στόχος μου οι πλαστογράφοι της Ιστορίας


Το κατάλυμα του Κυριάκου Σιμόπουλου βρίσκεται σ' ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, στο Παλαιό Φάληρο. Ολα εκεί μέσα «υπηρετούν» τον άνθρωπο που εδώ και τριάντα χρόνια έσκυψε με αφοσίωση στην Ιστορία, παράγοντας έργο που θα το ζήλευε ο οποιοσδήποτε πανεπιστημιακός. Ενα δωμάτιο, με γραφείο και βιβλιοθήκη, είναι το σκηνικό μέσα στο οποίο δημιουργεί, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Λιγνός, σχεδόν αποστεωμένος, ευκίνητος, παρά την ηλικία του, σε κοιτάζει πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του. Πού και πού σκάει ένα χαμόγελο, ανάβλυσμα ψυχής.
Στη συμπεριφορά του δεν διακρίνεις πόζα, δεν διακρίνεις ύφος περισπούδαστου ανδρός. Η απλότητα και η χάρη είναι τα χαρακτηριστικά του. Μιλάει δύσκολα για την προσωπική του ζωή. Να, αίφνης, θυμάται τα χρόνια της Αντίστασης ή τα χρόνια της Μακρονήσου. Φράσεις που κόβονται ξαφνικά, εκεί που πάνε να ολοκληρωθούν. Τον ρωτάς να σου πει κι άλλα. Αρχίζει πάλι μια φράση, την αφήνει στη μέση. Και από κοντά η απορία: «Ολα αυτά που λέμε στη συνέντευξη θα δημοσιευτούν;». Τον διαβεβαιώνουμε ότι θα δημοσιευτούν.
Την αφορμή μάς την έδωσε η έκδοση του νέου του βιβλίου «Μυθοπλασία, όλες οι θρησκείες της οικουμένης». Αιτία, η απουσία πριν από πολλές χιλιετίες της επιστήμης, η άγνοια και ο τρόμος για τα φυσικά φαινόμενα. Κοσμογονικές τερατολογίες. Μεταθανάτιες φαντασιώσεις: Κόλαση και Παράδεισος. Απάνθρωπη συνεργασία θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών. Επιβάλλεται παγκόσμια «θρησκεία», κοινή δηλαδή ιδεολογία των εθνών, για ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη, ευημερία όλων των ανθρώπων και αδερφοσύνη των λαών» («Στάχυ»). Ας τον ακούσουμε:

Τι ακριβώς ερευνάτε στο νέο βιβλίο σας;
«Οι θρησκείες συμπορεύονταν με τις εξουσίες. Αυτοκράτορες, μονάρχες, τύραννοι εμφανίζονταν ως υιοί θεών και συχνά αποθεώνονταν. Η πίστη των λαών σε θεότητες δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για ψυχολογική προσαρμογή στις πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές αχρειότητες. Οι "άρχοντες" αποτελούσαν το ενδιάμεσο μεταξύ θεών και ανθρώπων. Οι μυθοπλασίες των θρησκειών καλλιεργούσαν την εξάρτηση μεταξύ "θεών" και λαών. Οι πιστοί προσδοκούσαν την εύνοια των "θεών", οι "θεοί" τις θυσίες και τις προσφορές των ανθρώπων!
»Η εγκόσμια εξουσία ταυτιζόταν, κατά την αρχαιότητα, με τη θεϊκή. Οι δυνάστες εμφανίζονταν ως εκπρόσωποι ή ομοιώματα. Κατά τους Ρωμαίους αυτοκράτορες η θρησκεία ανήκει στην επίγεια κυριαρχία βασιλέων και άλλων εξουσιαστών -cuius regio, eius religio! Η πολιτική εξουσία ευθυγραμμίζεται με τη θρησκευτική. Στο χώρο του χριστιανισμού οι αντιθέσεις και συγκρούσεις ανάμεσα στη δυτική και ανατολική εξουσία οδήγησαν στη διάσπαση, στο σχίσμα του θρησκεύματος, σε Ορθοδοξία και Καθολικισμό, με συνέπεια πολυαίμακτες συγκρούσεις -σταυροφορίες κ.λπ.- με τη συνεργασία Εκκλησιών και αυτοκρατόρων».

- Καθορίζονταν οι θρησκευτικοί προσανατολισμοί από πολιτικοοικονομικά συμφέροντα;
«Πολλοί προχωρούσαν, με συμφεροντολογικά κίνητρα, σε άλλα θρησκεύματα. Κυρίως οι παράγοντες της εξουσίας, οι μεγιστάνες του πλούτου, οι φεουδάρχες κ.ά. Οι θρησκευτικοί προσανατολισμοί καθορίζονταν από τα πολιτικοοικονομικά συμφέροντα. Συχνά, η προσχώρηση σε άλλα θρησκεύματα γινόταν με την άσκηση βίας κι εξολοθρευτικών απειλών, με συνέπεια απεθνικοποιήσεις, υποδουλώσεις και ηθικούς ευτελισμούς.
»Το θεοκρατικό ισλαμικό καθεστώς κατόρθωσε να εντάξει πληθυσμούς ολόκληρων περιοχών στο μουσουλμανισμό με την απειλή ομαδικών σφαγών. Η θρησκευτική ένταξη αποτελούσε το σημαντικότερο κίνητρο για τη στερέωση των κατακτητικών φιλοδοξιών. Η θρησκεία αποτελούσε για τους κατακτητές το σπουδαιότερο σύμμαχο και την αυθεντική εγγύηση ισχύος και λαϊκής υποταγής».

- Θρησκεία και εξουσία πήγαιναν χέρι χέρι;
«Θρησκεία και εξουσία ήταν αλληλένδετες, σύμμαχοι και συνεργάτες με αμοιβαίες προσφορές, συμβιβασμούς και διασαλπίσεις κοινών επιδιώξεων. Η πολιτική εξουσία -αυτοκράτορες και μονάρχες- θεωρείται στο χριστιανικό κόσμο θεϊκή προσφορά! "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω· ου γαρ έστιν εξουσία μη υπό Θεού· αι δε ούσαι εξουσίαι υπό Θεού τεταγμέναι εισίν. Ωστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν". "Τον Θεόν φοβήσθε, τον βασιλέα, τιμάτε". Οι διασυνδέσεις πολιτικής και θρησκείας οδηγούσαν στον έλεγχο των μαζών από την εξουσία.
»Ο κλήρος εξαγίαζε τους μονάρχες και οι κυβερνώντες επεδίωκαν τη θρησκοληψία των λαών για ψυχολογικό και εν συνεχεία πολιτικό έλεγχο και εκμετάλλευση, για εκφοβισμό και εξαπάτηση των μαζών. Κληρικοί του ιταλικού και του γερμανικού Καθολικισμού συμπορεύονταν με το φασισμό του Μουσολίνι και του Χίτλερ, εξυμνώντας τους με πρωτοβουλία του Βατικανού και των καρδιναλίων. Οι κατακτητικές εξουσίες χρησιμοποίησαν τη θρησκεία ως μέσο υποταγής των λαών ταυτίζοντάς τη με τη δική τους κυριαρχία!»

- Τα φαινόμενα του θρησκευτικού φανατισμού όσο πάνε και πολλαπλασιάζονται. Ποιο είναι το σχόλιό σας;
«Εξουσίες και θρησκείες συμπορεύονται. Για τις μοναρχίες η θρησκεία αποτελεί παράγοντα ισχύος. Στις μουσουλμανικές χώρες, ακόμη και σήμερα, οι εξουσίες χρησιμοποιούν τη θρησκεία ως πολιτικό σύμμαχο και υποκινητή του φανατισμού και της βίας. Οι πάπες φιλοδοξούσαν την πολιτικοκοινωνική εξουσία του δυτικού κόσμου. Ηταν ο μεταχριστιανικός "καισαροπαπισμός". Οι πάπες ευθυγραμμίζονταν με τις αυθαιρεσίες των αυτοκρατόρων. Στη Γαλλία αναπτύχθηκε ένας διπλός προτεσταντισμός. Ο αστικός προτεσταντισμός, που περιλάμβανε τους μεγιστάνες του πλούτου -βιομηχάνους, τραπεζίτες κ.λπ.- και ο λαϊκός προτεσταντισμός. Ο πρώτος υπήρξε σύμμαχος των οικονομικών εξουσιών και της μοναρχίας. Στις πρωτόγονες κοινωνίες κυριαρχούσε η θρησκευτική μυθολογία χωρίς καμία ιστορική θεμελίωση. Υπάρχει και η σύγχρονη θρησκευτική μυθολογία, ευτελισμός της ιστορικής αλήθειας και της επιστήμης».

- Φωτίζετε τα ιστορικά γεγονότα μ' έναν ιδιαίτερο τρόπο, που ουκ ολίγες φορές φτάνει στα όρια της αίρεσης. Θα σας άρεσε ο χαρακτηρισμός του αιρετικού;
«Η αποκάλυψη της αλήθειας δεν σημαίνει αίρεση. Στόχος των βιβλίων μου -και των είκοσι τόμων που κυκλοφόρησαν- είναι η επισήμανση των πλαστογραφιών της Ιστορίας, των παραχαράξεων και διαστρεβλώσεων της ιστορικής αλήθειας σε ό,τι αφορά γεγονότα και πρόσωπα, από την αρχαιότητα ώς τον εικοστό αιώνα. Επειδή οι περισσότεροι ιστορικοί υπήρξαν όργανα αυτοκρατόρων, μοναρχών, τυράννων και άλλων εξουσιών. Υμνολογούσαν και δοξολογούσαν τους αυθέντες τους, ακόμη και τους θεοποιούσαν. Και το χειρότερο: απέκρυπταν την ιστορική αλήθεια, τις σφαγές λαών, την τραγωδία των κοινωνιών, τη διαφθορά, την εγκληματικότητα και την αχρειότητα των ηγεμόνων.
»Αυτή η ψευδολογία και η απάτη της Ιστορίας μεταδίδονταν από χιλιετία σε χιλιετία, από αιώνα σε αιώνα, από γενεά σε γενεά, ώς την εποχή μας. Ακόμη και σήμερα, οι περισσότεροι πολίτες όλων των εθνών θαυμάζουν κατάπτυστους ηγεμόνες και αναφέρονται σε γεγονότα ανύπαρκτα ή παραποιημένα».

- Θεωρείτε ότι η εργασία σας ανήκει στην επιστήμη της Ιστορίας; 'Η ότι ανήκετε στην κατηγορία εκείνη των ιστοριοδιφών;
«Ανήκει στην επιστήμη της Ιστορίας επειδή αποκαλύπτει, με αποδεικτικά στοιχεία και τεκμηριώσεις, την ιστορική αλήθεια από τα βάθη της αρχαιότητας. Με έρευνα και μελέτη όλων και επισήμανση των αντιλαϊκών και απάνθρωπων ενεργειών».

- Λέτε τα πράγματα με τ' όνομά τους. Τι κόστος έχει αυτή η επιλογή σας;«...».

- Τελικά υπάρχουν η ιστορική αλήθεια και το αντικειμενικό στην Ιστορία; «Δυστυχώς, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις καταγραφής της ιστορικής αλήθειας για πρόσωπα και γεγονότα από ιστορικούς και γενικά από διανοούμενους. Οι περισσότεροι, σε όλα τα έθνη της υφηλίου, είναι ευτελείς δούλοι των εξουσιών. Τις εγκωμιάζουν και αποκρύπτουν την αντιλαϊκότητα και την απανθρωπία τους».

- Και πώς μπορούμε να την προσεγγίσουμε; Ποιος είναι ο ορισμός του ιστορικού ψεύδους; «Η προσέγγιση και η επισήμανση της ιστορικής αλήθειας εξασφαλίζονται από την ανεξαρτησία των διανοουμένων, από την ελευθερία της σκέψης τους και από τη συστηματική και επιστημονική έρευνα των κάθε λογής πηγών από την αρχαιότητα ώς την εποχή μας. Επιβάλλεται η αποκάλυψη της απάτης των ιστορικών που υμνολογούν τους άρχοντες κάθε λογής εξουσιών».

- Αποκαθηλώνετε από το βάθρο τους προσωπικότητες, που μας έχουν μάθει -ας είναι καλά η σχολική μας εκπαίδευση- να τις θεωρούμε «μεγάλες». Ενα παράδειγμα, που δεν είναι το μοναδικό, ο Μέγας, ονομαζόμενος, Αλέξανδρος.
«Οι αποκαλούμενοι "Μεγάλοι" -αυτοκράτορες, μονάρχες, τσάροι κ.λπ.- υπήρξαν όλοι σφαγείς λαών, διεφθαρμένοι και εγκληματικοί».

- Δεν έχετε φοβηθεί ότι μπορούν να σας προσάψουν ότι πάτε ενάντια στην επίσημη Ιστορία, με τον κίνδυνο να χαρακτηριστείτε αντεθνιστής;
«Κανένας φόβος, επειδή σε όλα τα έργα μου κάθε αράδα είναι τεκμηριωμένη, εκφράζει την ιστορική αλήθεια με αποδεικτικά στοιχεία. Αντίρρηση και οργή σημαίνουν ύπουλες σκοπιμότητες, αμάθεια και επιπολαιότητα».

- Πώς εργάζεστε; Πώς ερευνάτε τις πηγές σας και πώς τις αξιοποιείτε; Πώς γίνεται κοινώς το ξεκαθάρισμα;
«Η συγκέντρωση των αποδεικτικών υλικών εξασφαλίζεται με την επισήμανση της αλήθειας ύστερα από μελέτη έργων έντιμων διανοουμένων της αρχαιότητας και των μεταγενέστερων αιώνων. Και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά και σε βιβλιοθήκες των περισσότερων ευρωπαϊκών χωρών».

- Απέχετε συνειδητά από δημόσιες εκδηλώσεις. Για ποιους λόγους κρατάτε μακριά το πρόσωπό σας από τη δημόσια ζωή;
«...».

- Εχετε πολύτομο έργο. Ποιες είναι οι τυχόν φιλοδοξίες, τις οποίες έχετε επενδύσει επάνω του; «Οπως ανέφερα προηγουμένως, οι είκοσι τόμοι των έργων μου αποβλέπουν στην αποκάλυψη της αλήθειας με τεκμηριώσεις και αποδεικτικά στοιχεία».

- Πολιτικά ανήκετε σε κάποιο χώρο, της Αριστεράς παραδείγματος χάριν, και αν ναι, ποια είναι η θέση σας; Τον αντιμετωπίζετε με κριτική διάθεση;
«...».

Ο Σιμόπουλος της δημοσιογραφίας
Μια λιγότερο γνωστή πτυχή της προσωπικότητας και του έργου του Κυριάκου Σιμόπουλου (31 Δεκεμβρίου 1921-12 Οκτωβρίου 2001), είναι αυτή του δημοσιογράφου. Δεν την αποσιωπούσε, ωστόσο το ιστοριογραφικό του έργο -συχνά με καταγγελτικό τόνο και χαρακτήρα αναφορικά με τον βίο και την πολιτεία των κρατούντων- «έκρυβε» τον επαγγελματία τού Τύπου.
Πέντε χρόνια μετά τον θάνατό του, θα σταθούμε στα δημοσιογραφικά του κείμενα -μέρος των οποίων εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2000 και δεν προσέχθηκε όσο θα έπρεπε- υπό τον γενικό τίτλο «Χρονογραφήματα», τον υπότιτλο «Τόμος Α'. (8 Οκτωβρίου 1975 - 8 Οκτωβρίου 1976)» και την επεξήγηση από τον ίδιο «Κείμενα που δημοσιεύθηκαν στην επταετία 1975-1981 σε αθηναϊκή εφημερίδα και αναφέρονται, με αυστηρή κριτική, σε πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά θέματα, με υπογραφή Ανταίος» («Στάχυ»). Τα χρονογραφήματα αυτά δημοσιεύθηκαν στην αθηναϊκή εφημερίδα «Βραδυνή», από την οποία αποστρατεύτηκε το 1975.

Η δημοσιογραφική σταδιοδρομία του είχε χρονιά εκκίνησης το 1950, με ενδιάμεσους σταθμούς τη «Δημοκρατική Αλλαγή», το «Βήμα» (επί εννέα συναπτά έτη ως διευθυντής συντάξεως), τον «Ανεξάρτητο Τύπο» (ως αρχισυντάκτης και χρονογράφος) και τα «Σημερινά» (όπου υπογράφει με τα ψευδώνυμα «Σίμσον» και «Ανταίος»). Ως διευθυντής έκδοσης επιμελήθηκε τους δύο πρώτους τόμους τής «Ιστορίας τού Ελληνικού Εθνους». Διάβαζε και έγραφε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ρωσικά.

Ο Κυριάκος Σιμόπουλος γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1921 στο Καστανοχώρι Αρκαδίας. Με νομικές σπουδές, λαμβάνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση, από τις τάξεις του ΕΑΜ. Εκδίδει στο όρος Ελικώνα παράνομο φύλλο, με το ψευδώνυμο «Αχιλλέας», κι ενώ υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, εκτοπίζεται στη Μακρόνησο, όπου παραμένει από το 1947 ώς το 1950. Αρνείται να υπογράψει χαρτί κοινωνικών φρονημάτων και είναι από τους τελευταίους που αποφυλακίζονται από το νησί τού ιδεολογικού μαρτυρίου.

Τα χρονογραφήματα του τόμου που κυκλοφόρησε δημοσιεύονταν «με έγκριση του εκδότη για την αυστηρή κριτική των κειμένων. Παρά τις οργισμένες αντιδράσεις παραγόντων της εξουσίας. Μερικοί πολιτικοί της εξουσίας τηλεφωνούσαν στον εκδότη, κραυγάζοντας "Διώξ' τον! Διώξ' τον!".

Τα κείμενα αναφέρονται, όπως έγραφε, «στις αχρειότητες της πολιτικής και στην αδυναμία ή αδιαφορία κρατικών οργανισμών για τα προβλήματα του λαού. Τα κοινωνικά κείμενα μελετούσαν τις δοκιμασίες των φτωχών που πλήττονταν από ανεργία και πενία. Τα οικονομικά αναφέρονταν στους μεγιστάνες του πλούτου που επεδίωκαν την κυριαρχία στον χώρο τής κερδοσκοπίας, πολιτικής που εξελίχθηκε σήμερα στην παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και στην κυριαρχία των αυτοκρατόρων του χρήματος. Στον πολιτιστικό τομέα τονιζόταν η αδιαφορία για τον παραδοσιακό πλούτο της μουσικής και της στιχουργικής, που σήμερα εξελίχθηκε σε πανάθλια μουσική και σε χυδαίους στίχους. Αναφέρονται και σε διεθνή θέματα».

Στο χρονογράφημά του «Βιβλία και συγγραφείς» κρίνει αρνητικά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται η αγορά βιβλίων από το Κράτος για τον εμπλουτισμό των βιβλιοθηκών: «Διορίζονται επιτροπές και μέσα σε λίγες βδομάδες -πριν από την Πρωτοχρονιά- μοιράζουν τους μποναμάδες. Ξεχωρίζουν τα "κατάλληλα" έργα ανάμεσα σε χιλιάδες τίτλους. Πώς το κατορθώνουν, ο Θεός και η ψυχή τους. Τι αγοράζουν; Ζώα μικρά μετά μεγάλων. Είναι και οι φιλοδοξίες τού ενός και του άλλου. Ας μη λησμονούμε μια σκέψη του Μπάιρον: "Είναι πολύ ευχάριστο να βλέπης τυπωμένο τ' όνομά σου. Ενα βιβλίο είναι πάντα βιβλίο κι ας μην αξίζει τίποτα". Ναι, αλλά όχι για τις δημόσιες βιβλιοθήκες... Ετσι εξηγούνται τα παράπονα για αδικίες, μεροληψίες και τσαπατσουλιές και οι καταγγελίες από την επαρχία για βιβλία - αποσαρίδια».
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ


_____________________
http://www.piroga.gr/

~~~~~~~~~~~~~~

Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη

Κυριάκος Σιμόπουλος 

(Εκδ. «Στάχυ»)

Όλα τα απομνημονεύματα τού ‘21 είναι αμφισβητήσιμης αξιοπιστίας. Οι συγγραφείς τους, στρατιωτικοί ή πολιτικοί, μορφωμένοι ή αγράμματοι, καπεταναίοι, κοτζαμπάσηδες, ιερωμένοι, λόγιοι, υπήρξαν λίγο πολύ πρωταγωνιστές με ποικίλες εμπλοκές, θετικές ή αρνητικές. Στις μαρτυρίες τους (χρονικά, ενθυμήματα, ιστορικά έργα, ημερολόγια κ.λπ.) εμφανίζουν την προσωπική τους άποψη για γεγονότα και πρόσωπα αποτυπώνοντας έτσι τις εσωτερικές συγκρούσεις, τις αντινομίες και τα πάθη, που συνοδεύουν τέτοια γεγονότα. Είναι κείμενα μαχητικά και εξατομικευμένα κι ας έχουν μερικές φορές την επίφαση νηφάλιων αφηγήσεων. Εξομολογητικά ή υπαινικτικά, αναιρετικά ή απολογητικά, επιθετικά ή αμυντικά -διαμαρτυρία, καταγγελία ή πρόκληση- αλλά πάντοτε κείμενα διαποτισμένα από συναισθηματισμό και βιαιοπάθειες.

Ταξικά συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες, κομματικές αντιπαραθέσεις και ξένες επεμβάσεις σημάδεψαν το ‘21. Αδικοχαμένα αίματα, ολέθριοι φατριασμοί. Καταξιώθηκαν ανάξιοι, σπιλώθηκαν υπολήψεις. Άλλοι τινάχτηκαν στα μεσούρανα, άλλοι γκρεμίστηκαν στα τάρταρα. Μερικές περιοχές έμειναν ολότελα ανεπηρέαστες, άλλες ωφελήθηκαν. Άτομα κι ομάδες πλούτισαν. Άλλοι δοκιμάστηκαν σκληρά. Ό,τι καλύτερο κι ό,τι χειρότερο είχε να επιδείξει ο τόπος, αναδύθηκε και αναμετρήθηκε με αγριότητα σ' αυτή την περίοδο.

Τα απομνημονεύματα είναι καρπός αυτών των αντιφάσεων. Κίνητρα και ζητούμενα, άλλοτε ευδιάκριτα κι άλλοτε υπολανθάνοντα. Προβολή των ατομικών ή οικογενειακών περγαμηνών, επιβεβαίωση των προσωπικών άθλων, αναγνώριση των θυσιών. Οι αδικημένοι, οι αγνοημένοι, που ανταποδίδουν στο πολλαπλάσιο τα πλήγματα και επιθυμούν εκδίκηση και δικαίωση. Άλλοι γράφουν με δική τους πρωτοβουλία, άλλοι με παρακίνηση. Μερικοί επιστρατεύουν τη μνήμη τους ή αξιοποιούν τις ημερολογιακές σημειώσεις και κάθε λογής έγγραφα ή εκμεταλλεύονται τις προσβάσεις τους σε αρχεία. Υπάρχουν και οι προικισμένοι με αφηγηματικό τάλαντο λόγιοι, που φιλοδοξούν να γίνουν οι ιστοριογράφοι τής περιόδου αυτής. Πολλοί αυτοδιαφημίζονται, εκθειάζουν πρόσωπα ή το «παρτίδο» τους, άλλοι υπερασπίζονται την τάξη τους.

Όλοι πιστεύουν, πως εξ αιτίας τού ρόλου ή των αξιωμάτων τους γνωρίζουν τα πραγματικά περιστατικά και κυρίως, πως καταγράφουν την αλήθεια. Γράφουν και ξαναγράφουν, ότι είναι ειλικρινείς και ακριβοδίκαιοι, αντικειμενικοί και απροκατάληπτοι. Ότι καταθέτουν όσα είδαν με τα μάτια τους, όσα άκουσαν από ευυπόληπτα άτομα ή διάβασαν σε γραπτές μαρτυρίες. Διαψεύδουν τους άλλους, αλλά διατυπώνουν και κατηγορίες για μεροληψία, σκοπιμότητες, ιδιοτέλεια ή αποσιωπήσεις. Συχνά καταφεύγουν σε καταφρονητικούς χαρακτηρισμούς, ακόμα και ύβρεις.

Αποτελούν, βέβαια, ιστορική πηγή τα κάθε λογής ενθυμήματα, άλλα περισσότερο, άλλα λιγότερο. Όλα, ωστόσο, πρέπει να υποβληθούν σε κριτική βάσανο, σε λεπτομερειακό έλεγχο και παράλληλες διακριβώσεις και διασταυρώσεις. Χρειάζεται αποκάθαρση τού υλικού και εντοπισμός τού υποκειμενικού στοιχείου και των προκαταλήψεων. Ιδιαίτερα στον Μακρυγιάννη. Οι σελίδες των Απομνημονευμάτων του, που αναφέρονται στο ΄21 είναι μια επιβλητική τοιχογραφία των γεγονότων με τις κορυφώσεις και τις κατακρημνίσεις, το μεγαλείο και τις αθλιότητες, το φως και τη λάσπη. Αλλά σ' αυτή τη συναρπαστική προσωπική μαρτυρία επίκεντρο είναι ο ίδιος ο Μακρυγιάννης. Αυτοβιογραφείται και αυτοεξαγιάζεται. Ήθος των ενθυμημάτων του η πολεμική και η έγκληση. Ο συγγραφέας είναι λιγότερο αφηγητής και περισσότερο τιμητής των άλλων.

«Θα σημειώσω γυμνή την αλήθεια, χωρίς πάθος», γράφει ο Μακρυγιάννης (τ. Α΄, σ. 107, έκδ. Βαγιονάκη). Αφηγείται, ωστόσο, με άγριο πάθος. Καταθέτει διατελώντας μόνιμα εν βρασμώ ψυχής. Δεν υπάρχει σελίδα χωρίς οργή και έξαψη. Γράφει με την αιχμή τού σπαθιού κι όχι με την πένα. Κυριαρχούν οι ζοφερές και ακραίες καταστάσεις. Μαύρο-άσπρο. Και στην καταγραφή των περιστατικών και στην εξεικόνιση των προσωπικών βιωμάτων. Σχεδόν απουσιάζουν οι φωτοσκιάσεις.

Ο Μακρυγιάννης είναι ειλικρινής, αλλά όχι αντικειμενικός, αυθόρμητος, αλλά όχι πάντοτε αξιόπιστος, ακέραιος, αλλά όχι ανεπηρέαστος. Υπάρχει παρρησία και αρετή, αλλά συχνά όχι φερεγγυότητα. Δίνει παραστατικά την ατμόσφαιρα, αλλά όχι το ακριβές περίγραμμα, προσφέρει μια εκδοχή τού γεγονότος, με τη δική του δράση, αλλά όχι το αυθεντικό γεγονός. Ούτε το βάθος ούτε τις προεκτάσεις. Μερικές φορές, ό,τι απομένει είναι ο αντικατοπτρισμός, ο απόηχος. Πιο ευσταθείς μαρτυρίες είναι εκείνες, που αναφέρονται σε προσωπικά βιώματα, σε λεπτομέρειες. Αλλά και σ' αυτές τις περιπτώσεις η νηφαλιότητα συνήθως απουσιάζει. Ο Μακρυγιάννης γράφει μαχόμενος και δημηγορώντας.

Η αξιοπιστία του υπονομεύεται σε πάμπολλα σημεία από αντικειμενικούς και υποκειμενικούς παράγοντες. Δεν έχει, πρώτα-πρώτα, ο Μακρυγιάννης καθολική γνώση των γεγονότων, στρατιωτικών και πολιτικών. Περιορισμένοι οι ορίζοντες και δύσκολες οι άμεσες προσπελάσεις. Γνωρίζει, όμως, καλά τον περίγυρο του, τα περιστατικά, που έζησε ο ίδιος. Και τα περιγράφει ζωντανά
  επιμένοντας πάντοτε στην προσωπική του δράση. Συχνά αγνοεί ολότελα ή απλώς μνημονεύει κορυφαίους συναγωνιστές του. Μερικές φορές δημιουργεί την εντύπωση, ότι πρωταγωνιστής και ηγετική μορφή είναι ο ίδιος.

Η συμμετοχή του έπειτα στο διχασμό και μάλιστα στις ένοπλες αιματηρές συγκρούσεις δεν επιτρέπει νηφαλιότητα. Προσχώρησε σε μια παράταξη προδίδοντας μάλιστα τους χθεσινούς συντρόφους του και υπερασπίζεται γι' αυτό με πείσμα την άποψή του για τους αίτιους. Είναι πάντοτε οι αντίπαλοί του. Παρασύρθηκε και στη δίνη τής πολιτικής -και διόλου αναίμακτης- διαμάχης. Τις εμπάθειες και τα παθήματα κατά τις αναστατώσεις και τις συμφορές διαδέχθηκαν η πολιτική δράση και οι προσωπικοί διωγμοί στα μετά το ΄21 χρόνια. Τα περιθώρια για ψύχραιμη θεώρηση, για καθαρή δράση, οι δυνατότητες για «αποστασιοποίηση» λιγοστεύουν.

Ο ίδιος, ωστόσο, ορκίζεται, πως θα αποκαλύψει την αλήθεια και μόνο την αλήθεια. Και επικαλείται, ως εγγύηση και αποδεικτικό στοιχείο, τον ακηλίδωτο βίο του. Στήν πρώτη κιόλας σελίδα προκαλεί τους αναγνώστες: «Αν είμαι τίμιος άνθρωπος, θέλω γράψει την αλήθεια, καθώς έγιναν τα γραφόμενα οπού θα σημειώσω... έχετε χρέος πρώτο να ρευνήσετε δια την διαγωγήν, πώς φέρθηκα εις την κοινωνία και τον αγώνα» (τ. Α΄, σ. 105). Και προσθέτει με σιγουριά: «Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή» (σ. 108). Πιστεύει, πως γράφει ιστορία και όχι απομνημονεύματα - ο ίδιος, άλλωστε, αποκαλεί «στορικόν» τα χειρόγραφά του.

Εξηγεί και τα κίνητρα αυτού τού συγγραφικού εγχειρήματος: «Τα εγκλήματα κατά τής πατρίδος και θρησκείας, όπου τής προξενήθηκαν». Και σκοπός του: να στιγματίσει τους αίτιους, να σημειώσει «τα λάθη όλωνών» (σ. 101). Παραδέχεται, ωστόσο, και όχι μια φορά, ότι δεν γράφει με ψυχραιμία και απάθεια αλλά «με πολλήν αγανάχτησιν αναντίον των αιτίων» (σ. 101, 103). Αυτή η αγανάκτηση, πανταχού παρούσα, υποκρύπτει εσωτερική τρικυμία, μια τραυματική ψυχική κατάσταση, που αιμορραγεί αδιάκοπα. Η οργή του εκτινάσσεται σπασμωδική σε όλες τις σελίδες. Συχνά, όταν ο Μακρυγιάννης αναφέρεται σε πρόσωπα, ο τόνος γίνεται οξύς και ο λόγος βίαιος και παθητικός. Είναι μια ορμητική, παράφορη γραφή διατυπωμένη με εισαγγελική δριμύτητα. Καθρέφτης τής αυθορμησίας και τής σιγουριάς του τα ίδια τα χειρόγραφα. Χωρίς καμμιά διαγραφή το κείμενο, χωρίς υπεργραφές και διορθώσεις. Γράφει, όπως μιλάει, φυσικά και απροσποίητα, χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς αμφιβολίες, χωρίς ανάσα.

Ούτε αντικειμενικότητα χαρακτηρίζει τα Απομνημονεύματα ούτε οι παρατηρήσεις τού Μακρυγιάννη συνακολουθούνται πάντοτε από ευθυκρισία. Ο ίδιος έχει συνείδηση αυτών των συναισθηματικών επικαλύψεων, των υπερβολών και των ακροτήτων. Και εκφράζει την επιθυμία, ως τελευταία βούληση, να διαγραφούν πριν από τη δημοσίευση των χειρογράφων του οι οξύτητες. «Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου ή άλλος να τα αντιγράψη, για να τα βγάλη εις το φως, πρώτο τους ανθρώπους, οπού γράφω μ' αγανάχτησιν αναντίον τους, να βάνη τις πράξες του κάθε ενού με καλόν τρόπον, όχι με βρισές» (σ. 103).

Ο Μακρυγιάννης νιώθει δέος μπροστά στα «τζάκια» τής τουρκοκρατίας, στους κοτζαμπάσηδες γενικά και τους παλιούς κλεφτοκαπεταναίους τής Ρούμελης. Δεν πολυερευνά πώς απόχτησαν τα πλούτη και την ισχύ τους, από τον τούρκο ή από τον Αλήπασα.

Εδώ χρειάζεται μια παρένθεση: Δεν άδραξαν τα όπλα το ΄21 άτομα φιλελεύθερα, ανεπίληπτα, με περγαμηνές αρετής. Τα ήθη τής τουρκοκρατίας -πολεμικά και κοινωνικά- διατηρήθηκαν ατόφια σε όλη τη διάρκεια των γεγονότων. Οι χθεσινοί μισθοφόροι των τούρκων, τα εκτελεστικά όργανά τους, ήταν οι μόνοι εμπειροπόλεμοι. Έτσι, οι σωματοφυλακές και μπουλουξήδες τού Αλήπασα, αφού πρώτα πολέμησαν για τον αυθέντη τους ως το 1822, ενώθηκαν με τους ξεσηκωμένους κι αναδείχτηκαν πρωτοκαπεταναίοι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης μεγάλωσαν στην Αυλή τού σατράπη τής Ηπείρου, ο Χατζηχρήστος στο σεράι τού πασά τής Τριπολιτσάς. Οι κλεφταρματολοί, ληστές τις περισσότερες φορές ή κυνηγοί ληστών, με επιδόσεις κακουργίας και εναντίον τούρκων και εναντίον χριστιανών, έγιναν πρωταγωνιστές, χωρίς όμως, να λησμονήσουν τις παλιές τους συνήθειες. Ηρωικές πράξεις και αυτοθυσία μαζί με αθεμιτουργίες, αυθαιρεσίες και
  εγκλήματα. Ο πατριωτισμός και η ανδρεία δεν συνοδοιπορούν πάντοτε με την αρετή και τον ανθρωπισμό, που επικαλείται ο Μακρυγιάννης.

Πολλοί αξιωματούχοι τού Αλήπασα, πολιτικοί και στρατιωτικοί, ύστερα από την εξόντωση τού βεζύρη και τον αφανισμό των περιουσιών τους, αφού για κάμποσο καιρό συνεργάσθηκαν με τους τούρκους στις επιχειρήσεις τους, προσχώρησαν τελικά στους ξεσηκωμένους.

Πρέπει ακόμα να προστεθεί, ότι οι αρματολοί και οι κλέφτες τής προεπαναστατικής περιόδου, διώκτες και διωκόμενοι, υπερασπιστές τής εξουσίας ή φυγόδικοι, απροσκύνητοι ή όργανα τοπαρχών ήταν εξ ίσου αιματοβαμμένοι και τυραννικοί. Και η προσχώρησή τους έγινε κάτω από μια σειρά συγκυρίες. Απαράλλαχτα, όπως οι παλιότερες γενιές κλεφταρματολών έπαιρναν μέρος σε ξενοκίνητες ανταρσίες, που απέβλεπαν σε αντιπερισπασμούς ή επικούρηση πολεμικών συγκρούσεων με την οθωμανική αυτοκρατορία. Το ίδιο και στη θάλασσα με τους πειρατές και κουρσάρους τής προεπαναστατικής περιόδου, εμπειροτέχνες τού ναυτικού πολέμου, αλλά φονιάδες και κακοποιά στοιχεία.

Μισητοί ή επίφοβοι, αλλά και με την αίγλη τής αντιεξουσιαστικής παρανομίας, οι κλεφταρματολοί και οι ληστές, θαλασσινοί και στεριανοί, προσχωρώντας στον ξεσηκωμό, ούτε αυθόρμητα εντάχθηκαν στην κοινωνία τής νομιμοφροσύνης ούτε τα ήθη τους απαρνήθηκαν. Έγινε μια ευκαιριακή συμφιλίωση με προύχοντες και αστούς, με τους καραβοκυραίους και το λαϊκό πλήθος.

Όπου πραγματοποιήθηκαν συσσωματώσεις ενόπλων αυτού τού είδους (Ρούμελη, Μωριά) ή ομάδων με παραδοσιακή εξοικείωση στα άρματα (σουλιώτες, μανιάτες), οι οπλαρχηγοί αξίωναν τον πρώτο λόγο και ξαναγίνονταν αντεξουσιαστικά στοιχεία. Οι πολιτικοί ηγέτες, κυβερνήσεις ή κόμματα, όταν διαπίστωναν, πως ήταν δύσκολος ή αδύνατος ο εκπειθαρχισμός και η ένταξη ή απορρόφησή τους σε μια κρατική νομιμότητα, αποζητούσαν την αποδυνάμωση ή τον προσεταιρισμό τους, για τη στερέωση ή την άλωση τής εξουσίας.

Με τη σειρά τους οι οπλαρχηγοί πολιτικολογούσαν, εκβίαζαν, γίνονταν κράτος εν κράτει, ανταγωνίζονταν την πολιτική ηγεσία και, ασύδοτοι πια, και με την αίγλη τού ήρωα ρίχνονταν στην αρπαγή και τις βιαιοπραγίες. Ξεστράτιζαν έτσι και μεταβάλλονταν σε τοπικούς δυνάστες ή πραιτωριανούς και ανέτρεπαν κάθε προσπάθεια για συγκρότηση τακτικού στρατού. Γίνονταν όργανα των φατριών και των κομματαρχών (νεότευκτων πολιτικών ηγετών, παραδοσιακών κοτζαμπάσηδων ή καραβοκυραίων). Η διαδικασία για την κοινωνική ενσωμάτωση των ενόπλων τής τουρκοκρατίας (των εκτός νόμου ή περιστασιακών προστατών τής ευνομίας), αλλά και για τον ενοφθαλμισμό εθνικής συνείδησης ήταν δύσκολη και περιπετειώδης. Απόηχος η ληστοκρατία τού ιθ' αιώνα και οι γνωστές κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις της.

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες και μ΄αυτό το ανθρωπινό υλικό προχώρησε το΄21. Με ικανούς και γενναίους άνδρες, αλλά την ίδια στιγμή ασυνείδητους και τυχοδιώκτες, σκληροτράχηλους και μαζί σκληρόψυχους, αφοσιωμένους, αλλά και δυσάγωγους.

Ο Μακρυγιάννης επαινεί και ηρωοποιεί όλους τους ρουμελιώτες προεστούς, αλλά κατηγορεί και λοιδωρεί τους μωραϊτες άρχοντες. ΟιΖαΐμηδες, οι Ντεληγιανναίοι, οι Λονταίοι ωφελήθηκαν από το ΄21, γιατί χρωστούσαν μιλιούνια γρόσια στους τούρκους (σ. 162).

Για τους πολιτικούς, μεγάλους και μικρούς, είναι καταλυτικός. Ούτε ένας «τίμιος και αγαθός πατριώτης». Ο λόγος τού Μακρυγιάννη στηλιτευτικός, υβριστικός, εμπαθής, χολερικός, χλευαστικός. Είναι η αυθόρμητη, ανακλαστική αντίδραση αυτού που πάσχει, νιώθει καταπροδομένος και αποδίδει τα δεινά του στους κυβερνήτες - η απλουστευτική, μονοδιάστατη αντίληψη τού απαίδευτου, πού αδικείται, υποφέρει και απελπίζεται. Ο Μακρυγιάννης σέβεται μόνο τα τζάκια, το παραδοσιακό αρχοντολόι. Δεν εκτιμά διόλου τους διανοούμενους, μιλάει περιφρονητικά για τους επιστήμονες, τους γιατρούς λ.χ., και χλευάζει όσους παρακατιανούς κατόρθωσαν να αναρριχηθούν.

Τα πυρά του στοχεύουν κυρίως τον Κωλέτη, τον Μαυροκορδάτο και τον Μεταξά, τους «μεγαλοκέφαλους», όπως τους αποκαλεί.

Ο Κωλέτης, «μαθητής τών τούρκων και κατ΄εξοχή τού τύραγνου Αλήπασα» (σ. 153), «άνθρωπος από το σχολείον τού αφέντη του τού Αλήπασα» (σ. 158). Γράφει με περιφρόνηση για το επάγγελμά του και τις ενασχολήσεις του περί τα στρατιωτικά: «Ο Κωλέτης, ένας γιατρός» (σ. 162), δηλαδή ένα τίποτα, ο «γκενεράλ Κωλέτης» (τ. Β΄, σ. 206). Είναι «διάβολος» (σ. 207), «δόλιος» (σ. 198), «απατεώνας» (σ. 184), «μπερμπάντης» (σ. 194).

Ο Μαυροκορδάτος, «ο εκλαμπρότατος, το ζυμάρι των τούρκων, ο δουλευτής αυτήνων, ο Μαυροκορδάτος, ο αγαπημένος των τύραγνων» (τ. Α΄, σ. 150), «το τζιράκι τής Κωνσταντινουπόλεως» (σ. 162), ο «κύριος Μαύρος» (τ. Β΄, σ. 16), πού «πήγε στην Ευρώπη με δύο μάτια και γύρισε με τέσσερα, σπούδαζε κι έβαλε γυαλένια μάτια» (σ. 16, επειδή ήταν διοπτροφόρος), «σύφωνος κι αυτός ο φαναριώτης εις το σχέδιον να ξεκάμουν τους στρατιωτικούς» (τ. Α΄, σ. 155). Ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος μαζί είναι «νεκροθάφτες των στρατιωτικών» (τ. Β΄, σ. 72).

Ο Α. Μεταξάς «ψειργιασμένος κόντες» (σ. 89), «κόντε Λάλας» (τ. Α΄, σ. 161), «κόντες τής πιάτζας χωρίς παρά» (σ. 162).

Ο Γ. Κουντουριώτης «κουτός», πού μόνο «όμως ήξερε να λέει» (σ. 234).
Ο Παπαφλέσσας είχε το νου του στις «επιδέξες» και τα «λαλούμενα» (σ. 217).
Ο υπουργός Γλαράκης «κρεατούρα ρούσικη» (τ. Β΄, σ. 97).
Ο υπουργός Ζωγράφος «ψευτογιατρός» (σ. 54).
Ο υπουργός Κ. Σχοινάς «τουρκοπιασμένος» (σ. 76).
Ο Καλλέργης «ο συχνοβαφτισμένος... σε όλες τις παντιέρες καταγραμμένος» (σ. 170).

Γράφει με περιφρόνηση και ειρωνεία για καθένα χωριστά και όλους μαζί τους πολιτικούς ηγέτες. Μερικές φορές, ωστόσο, φαίνεται αντιφατικός και
  ασυνεπής. Τη μια φορά θεωρεί τον Ιωάννη Καποδίστρια απατεώνα, την άλλη γράφει με συμπάθεια: «ο δύστυχος κυβερνήτης» (τ. Β΄, σ. 25), «ο καημένος ο Κυβερνήτης» (σ. 26). Τη μια φορά γράφει υβριστικά για τον Μεταξά, την άλλη επαινεί τον πατριωτισμό του. Χαρακτηρίζει τον Κωλέτη «βρωμερό», αλλά τον ανεβάζει στην εξουσία. Ο Ζαΐμης γίνεται καλός πατριώτης, «ο καημένος ο Ζαΐμης» (τ. Α΄, σ. 103 και σ. 298). Συμμαχεί με όλους εκείνους, που αποκαλούσε επίορκους και πουλημένους, Μαυροκορδάτο, Μεταξά, Κωλέτη, που είναι και κουμπάροι του (τ. Β΄, σ. 216). Χλευάζει τους τίτλους, αλλά λησμονεί τα μπεηλίκια των Μαυρομιχαλαίων: «Κωνσταντήμπεγης» ο αδερφός τούΠέτρου Μαυρομιχάλη, «μπεηζαδές» ο γιος του (τ. Β΄, σ. 25). Και το κυριότερο: δικαιώνει τους φονιάδες τού Καποδίστρια (σ. 33).

Ο γνήσια λαϊκός ψυχισμός τού Μακρυγιάννη, το κάλλος τού απροσποίητου και πηγαίου, το στηλιτευτικό ύφος τού αδιάφθορου, η φήμη τού ευαγγελιστή τής αρετής και τού πατριωτισμού, έχουν περιβάλει το έργο του με τέτοια αίγλη, που αντιστέκεται σε κάθε αμφισβήτηση και δυσχεραίνει την ψύχραιμη ανατομία και αποτίμηση, δημιουργώντας ακόμα και συναισθηματικές αναστολές.
Μαρία Λούπου 
 ___________________
http://freeinquiry.gr/pro.php?id=2481&PHPSESSID=87d4daefebf12a84a321e3dccd69297b


~~~~~~~~~~~


Σάββατο 13 Οχτώβρη 2001
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣΣελίδα 29
ΡΕΠΟΡΤΑΖ

«Εφυγε» ο δημοσιογράφος Κυριάκος Σιμόπουλος

Πέθανε χτες σε ηλικία 81 ετών ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, ο αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Κυριάκος Σιμόπουλος. Η κηδεία του γίνεται, σήμερα Σάββατο στις 11.30 π.μ. από το νεκροταφείο Παλαιού Φαλήρου.
Ο Κυριάκος Σιμόπουλος γεννήθηκε στο Καστανοχώρι του Νομού Ηλείας. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Για την αντιστασιακή του δράση την περίοδο της κατοχής εξορίστηκε στη Μακρόνησο την περίοδο 1948-1951, όπου τέσσερις φορές κινδύνεψε να χάσει τη ζωή του από τα βασανιστήρια.
Εργάστηκε σαν δημοσιογράφος, από το 1951, σε πολλές εφημερίδες, ενώ από το 1961 επιμελούνταν, στο ραδιόφωνο της ΕΙΡ, την εκπομπή «Ο κόσμος του βιβλίου», την οποία σταμάτησε η χούντα το 1967. Επί χούντας διεγράφη από την ΕΣΗΕΑ, στην οποία επανεγράφη με τη μεταπολίτευση «ως μηδέποτε διαγραφείς». Εκτός της δημοσιογραφίας, ο Κ. Σιμόπουλος συνέγραψε πολλά βιβλία, κυρίως ιστορικά, ενώ έκανε και μεταφράσεις. Διετέλεσε διευθυντής Σύνταξης στην Ιστορία και Προϊστορία του ελληνικού έθνους του Χριστόπουλου και, αμέσως, μετά τη δικτατορία παραιτήθηκε.
Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται, εκτός των άλλων τα έργα: «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα» (1970-1975), «Πώς είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του '21», «Βασανιστήρια και Εξουσία» (1987), «Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια» (1989), «Η διαφθορά της εξουσίας» (1992), «Η λεηλασία και η καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων» (1993), «Διδάγματα κοινωνικοπολιτικά των παροιμιών όλων των εθνών» κ.ά. Στο μεταφραστικό έργο του Κ. Σιμόπουλου περιλαμβάνονται διηγήματα του Αντον Τσέχοφ, το «Δεύτερο φύλο» της Σιμόν ντε Μποβουάρ κ.ά.
Το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ εκφράζει τα συλλυπητήριά του στους οικείους του και αποχαιρετά το φίλο, πολύτιμο συνάδελφο «ο οποίος διακρίθηκε σ' όλη του τη ζωή για τους κοινωνικούς του αγώνες και υπηρέτησε την ελληνική δημοσιογραφία με ευθύνη, αρετή, ήθος και αγωνιστικότητα».
  • Στη μνήμη του ακριβού φίλου, συναγωνιστή και συναδέλφου, του Κυριάκου Σιμόπουλου, ο δημοσιογράφος Νίκος Καραντηνός προσφέρει, ως ενίσχυση στο ΚΚΕ, το ποσό των 25.000 δραχμών.